στροβιλισμός

στροβιλισμός
ο, Ν
1. η ενέργεια τού στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση
2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα
3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα
4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν παράλληλη πορεία στην επιφάνεια τού νερού και κατά μήκος τού άξονα τής κοίτης, αλλά ρέουν δημιουργώντας στροβίλους όλων τών μεγεθών και όλων τών ειδών κατά τον κατακόρυφο, τον οριζόντιο ή τον κεκλιμένο άξονα, καθώς και άλλους στροβίλους, πολύ πιο σύνθετους
5. φρ. «στροβιλισμός στην ατμόσφαιρα»
(μετεωρ.) ακανόνιστη κίνηση τού αέρα, κατά την οποία ο άνεμος μεταβάλλει σταθερά την ταχύτητα και τη διεύθυνσή του, φαινόμενο που παίζει σημαντικό ρόλο στη μετεωρολογία επειδή αναταράσσει και αναμιγνύει τις αέριες μάζες επιφέροντας την κατακόρυφη διασπορά τών υδρατμών, τού καπνού και άλλων ουσιών καθώς και τής ενέργειας μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ν. Πύργο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στροβιλισμός — ο το να στροβιλίζει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… …   Dictionary of Greek

  • δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… …   Dictionary of Greek

  • διειλιγμός — διειλιγμός, ο (Α) [ειλιγμός] ίλιγγος, στροβιλισμός …   Dictionary of Greek

  • περιδίνηση — η / περιδίνησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιδινώ] περιστροφή, κυκλοτερής κίνηση, στροβιλισμός (α. «περιδίνησις τοῡ ἀέρος» β. «περιδίνησις τροχοῡ» γ. «περιδίνησις τρυπάνου») νεοελλ. (αεροπ.) είδος ακροβασίας κατά την οποία το αεροσκάφος πραγματοποιεί… …   Dictionary of Greek

  • στροφοδίνη — η, Ν 1. γρήγορη περιστροφή, στροβιλισμός 2. αστροναυτ. ηθελημένη περιστροφή πυραύλων ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα και κυρίως γύρω από τον άξονα συμμετρίας τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρέφω / στροφή + δίνη] …   Dictionary of Greek

  • Γκρος, Γκεόργκε — (George Grosz, Στολπ, Βερολίνο 1893 – Νέα Υόρκη 1959).Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους γελοιογράφους. Σπούδασε στις ακαδημίες της Δρέσδης και του Βερολίνου, ενώ είχε ήδη ασχοληθεί με τη ζωγραφική πριν από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”