- στροβιλισμός
- ο, Ν1. η ενέργεια τού στροβιλίζω, ταχεία και συνεχής περιστροφή, περιδίνηση2. (ιδίως για χορό) αδιάκοπο στριφογύρισμα3. φυσ. αναταραχή στη μάζα κινούμενου αέρα4. γεωλ. κίνηση τών μορίων ενός υδάτινου ρεύματος, τα οποία δεν ακολουθούν παράλληλη πορεία στην επιφάνεια τού νερού και κατά μήκος τού άξονα τής κοίτης, αλλά ρέουν δημιουργώντας στροβίλους όλων τών μεγεθών και όλων τών ειδών κατά τον κατακόρυφο, τον οριζόντιο ή τον κεκλιμένο άξονα, καθώς και άλλους στροβίλους, πολύ πιο σύνθετους5. φρ. «στροβιλισμός στην ατμόσφαιρα»(μετεωρ.) ακανόνιστη κίνηση τού αέρα, κατά την οποία ο άνεμος μεταβάλλει σταθερά την ταχύτητα και τη διεύθυνσή του, φαινόμενο που παίζει σημαντικό ρόλο στη μετεωρολογία επειδή αναταράσσει και αναμιγνύει τις αέριες μάζες επιφέροντας την κατακόρυφη διασπορά τών υδρατμών, τού καπνού και άλλων ουσιών καθώς και τής ενέργειας μέσα στην ατμόσφαιρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στροβιλίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ν. Πύργο].
Dictionary of Greek. 2013.